ζερβιός
Смотреть что такое "ζερβιός" в других словарях:
ζέρβιος — ια, ιο [ζερβός] αριστερός. επίρρ... ζέρβια και ζερβιά και ζερβά 1. αριστερά, προς τα αριστερά 2. ανάποδα, αντίξοα, ενάντια, «κόντρα» («και ο φθόνος τού στέκει ζερβιά», Σολωμ.) … Dictionary of Greek